- σκιρ(ρ)ο-
- см. σκυρο\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκίρ(ρ)ωση — η / σκίρ(ρ)ωσις, ώσεως, ΝΑ [σκιρ(ρ)ῶ] νεοελλ. ιατρ. νεοπλασία σκιρρώδους φύσεως αρχ. κίρρωση … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ίτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωνοβορράς — ο, Ν 1. βορειοδυτικός άνεμος, κν. γνωστός και ως μαϊστροτραμουντάνα 2. (κατ επέκτ.) το μεταξύ τού Βορρά και τού Σκίρωνος δευτερεύον σημείο τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)ων(ας) «είδος ανέμου» + βορράς. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο… … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωνοζέφυρος — ο, Ν 1. δυτικοβορειοδυτικός άνεμος, κν. γνωστός και ως πουνεντομαΐστρος ή μαϊστροπουνέντες 2. (κατ επέκτ.) το μεταξύ τού Ζεφύρου και τού Σκίρωνος δευτερεύον σημείο τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)ων(ας) + ζέφυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858… … Dictionary of Greek
σκίρ(ρ)α — ΜΑ (κατά το λεξ. Σούδα) «γῆ λευκή, ὥσπερ γύψος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκῖρος* (ὁ)] … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)οδετώ — έω, Ν βλ. σκυροδετώ … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)οκονίαμα — το, Ν βλ. σκυροκονίαμα … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)όδεμα — το, Ν βλ. σκυρόδεμα … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)όδεση — η, Ν βλ. σκυρόδεση … Dictionary of Greek